- λύπας
- λύ̱πᾱς , λύπηpain of bodyfem acc plλύ̱πᾱς , λύπηpain of bodyfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
JALYSUS — Rhodi urbs. P. Mela l. 2. c. 7. Uxilica Nigro; Nunc pagus. Hîc Imago, protogenis opus, adeo pulchra, ut Demetrius Rex illius potiundae causâ bellum Ialysiis intulerit. A. Gell. l. 15. c. 31. Ι῎λιςςος in Seldeni MS. Haec urbs Telchinas olim aluit … Hofmann J. Lexicon universale
ανέμπτωτος — ἀνέμπτωτος, ον (Α) εκείνος που δεν πέφτει μέσα σε κάτι «ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπτωτος (< εμπίπτω) «επιρρεπής»] … Dictionary of Greek
εξαιμάσσω — ἐξαιμάσσω και αττ. τ. ἐξαιμάττω (Α) [αιμάσσω] 1. κάνω να ματώσει, να γεμίσει αίματα («ἐξαιμάσσω τῇ μάστιγι») 2. αναζωπυρώνω, ανανεώνω («ὡς ἐξαιμάττοντος τὰς λύπας», Δίον. Αλ.) … Dictionary of Greek
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek
στρέβλη — η, ΝΑ 1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο 2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ) αρχ. 1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων 2.… … Dictionary of Greek
ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… … Dictionary of Greek